- λιβαδότοπος
- οτόπος με λιβάδια: Ζούσε σε λιβαδότοπο γι’ αυτό και έγινε κτηνοτρόφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιβαδότοπος — ο βλ. λιβαδοτόπι … Dictionary of Greek
λιβαδοτόπι — το, και λιβαδότοπος, ο (Μ λιβαδοτόπι και λιβαδότοπον) 1. τόπος γεμάτος λιβάδια 2. λιβάδι, βοσκότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιβαδοτόπιον, υποκορ. τού λιβαδότοπος < λιβάδι + τόπος] … Dictionary of Greek
λειβαδότοπος — ο βλ. λιβαδότοπος … Dictionary of Greek
πισεύς — έως, ὁ, Α τόπος γεμάτος λιβάδια, λιβαδότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖσος «λιβάδι» + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek